ἀλεύρου

ἀλεύρου
ἄλευρον
wheat-meal
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλευρού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 141 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελλάνας. * * * η θηλ. τού αλευράς* …   Dictionary of Greek

  • ταραμοπολτός — ο, Ν (τροφ. τεχνολ.) τρόφιμο που παρασκευάζεται από ταραμά με την προσθήκη σογιαλεύρου ή άλλου πρωτεϊνούχου αλεύρου σε ποσοστό έως 8%, καθώς και με την προσθήκη αλεύρου από σπέρματα χαρουπιάς ή άλλου κομμιούχου αλεύρου σε ποσοστό έως 2% …   Dictionary of Greek

  • προζύμι — το / προζύμιον, ΝΜΑ όξινο φύραμα αλεύρου το οποίο όταν αναμιγνύεται σε μάζα αλεύρου και νερού προκαλεί ζύμωση, η μαγιά νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε τέτοια μάζα 2. μτφ. η αρχή κάποιου πράγματος αρχ. αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • FERMENTUM — apud Plaut. in Casina, de muliere, quae irâ, et indignatione exardescebat, in Casina. Act. 2. sc. v. v. 17. Nunc in fermento tota est, ita turget mihi. quid sit notum. Ex ipsa farina sit, quae subigitur prius, quam adda. tur sal, ad pultis modum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλφι — ἄλφι, το (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ*, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου)… …   Dictionary of Greek

  • αλευροβιομηχανία — η βιομηχανία που έχει ως αντικείμενο την αλευροποίηση τών σπόρων σιτηρών, την παραγωγή διαφόρων τύπων αλεύρου καθώς και υποπροϊόντων, τη συσκευασία και εμπορία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο ή αλεύρι + βιομηχανία] …   Dictionary of Greek

  • αλευροκόσκινο — το κόσκινο αλεύρου, σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόσκινο] …   Dictionary of Greek

  • αλευρόμετρο — το (Τεχνολ. Χημ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής γλουτένης, η οποία περιέχεται στη ζύμη τού αλεύρου, για τον καθορισμό τών αρτοποιητικών ιδιοτήτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλευρoν + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. aleurometer] …   Dictionary of Greek

  • αλευρώδης — ες (Α ἀλευρώδης) [ἄλευρον] ο όμοιος με αλεύρι νεοελλ. αυτός που περιέχει αρκετή ποσότητα αλεύρου …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροκούλλουρο — το κουλλούρι από ζύμη αλεύρου με ζάχαρη και βούτυρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”